σκόπελος

σκόπελος
I
Ημιορεινός οικισμός (1861 κάτ., υψόμ. 150), στην επαρχία Μυτιλήνης, του νομού Λέσβου. Βρίσκεται στα νότια του νομού και της επαρχίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (42 τ. χλμ., 2006 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι οικισμοί, το Τάρτι (43 κάτ., υψόμ. 5), η Λαγκάδα (5 κάτ.), ο Καριώνας (35 κάτ.), το Λιγονάρι (33 κάτ.), το Τσάφι (16 κάτ.) και η Φαρά (13 κάτ.). Στην τοποθεσία Αγία Μαγδαληνή βρέθηκε κατακόμβη των πρώτων χριστιανικών χρόνων.
II
Νησί των Β. Σποράδων μεταξύ Aλόνησου και Σκιάθου, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 8 χλμ. (έκταση, μαζί με τα γειτονικά νησιά Άγιος Γεώργιος και Δασιά 74 τ. χλμ., 5821 κάτ.).
Η Σκ. αποτελείται από ιζηματογενή και κρυσταλλικά πετρώματα. Ψηλότερη κορυφή της είναι το Δέλφι (680 μ.). Στο νησί, που καλύπτεται κατά 80% από πεύκα, καλλιεργούνται εκλεκτές ποικιλίες δαμάσκηνων. Παράγονται επίσης λάδι, αμύγδαλα, αχλάδια. Οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με τη ναυτιλία και τη βιοτεχνία.
Πρωτεύουσα του νησιού και της ομώνυμης επαρχίας είναι η ομώνυμη επίσης γραφική κωμόπολη (2603 κάτ.), έδρα δήμου. Στο δήμο Σκ. (2972 κάτ.) υπάγονται και οι οικισμοί Καλόγηρος (29 κάτ.), Πάνορμος (129 κάτ.), Αγνώντας (82 κάτ.), Μύλοι (47 κάτ.) και Στάφυλος (82 κάτ.).
Ιστορία.— Η Σκ. στους αρχαίους ονομαζόταν Πεπάρηθος. Οι πρώτοι της κάτοικοι ήταν Κρήτες από την Κνωσό. Κατά τη μυθολογία, αρχηγός των Κρητών ήταν ο Στάφυλος, γιος του Θησέα και της Αριάδνης. Στους βυζαντινούς χρόνους χρησιμοποιήθηκε ως τόπος εξορίας. Στα χρόνια της φραγκοκρατίας ήταν τμήμα του δουκάτου της Νάξου, αργότερα όμως την κατέλαβε ο Λικάριος, που υπηρετούσε το βυζαντινό αυτοκράτορτα Μιχαήλ H’ Παλαιολόγο. Από τότε παράμεινε ελληνική ως το 1453, για να περάσει έπειτα στην κυριαρχία των Βενετσιάνων. Το 1538 ο Τούρκος ναύαρχος Χαϊρεδίν Μπαρμπαρόσα κατέλαβε το νησί και έσφαξε τους κατοίκους του. Ξένοι περιηγηταί, που επισκέφτηκαν το νησί κατά το 16o αι. αφηγούνται πως ήταν ακατοίκητο. Αργότερα αποικίστηκε και πάλι αλλά γνώρισε πολλές επιδρομές πειρατών.
Αξιοθέατα. — Στο νησί υπάρχουν 360 εκκλησίες από τις οποίες 136 στην πρωτεύουσα. Αξιόλογο είναι το τέμπλο του Αντώνιου Αγοραστού του Κρητός στην Κοίμηση της Θεοτόκου, εκκλησία του 17ου αι. Αξιεπίσκεπτο είναι και το χωριό Επισκοπή, με βενετσιάνικο κτίσμα του 15ου αι. και μονίκλιτη βασιλική του 16ου. Στο χωριό αυτό έζησε και ο τοπικός άγιος του νησιού, ο Ρηγίνος, που καρατομήθηκε το 362. Βλ. λ.Σποράδες.
Γυναικεία τοπική σκοπελίτικη ενδυμασία της Σκόπελου. Τα ζωντανά σχέδια, η πολυχρωμία και η κομψότητα συγκροτούν ένα αρμονικό σύνολο.
Άποψη της περιοχής Αντρινές Σκοπέλου (φωτ. ΑΠΕ).
Άποψη της Σκοπέλου (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
ο, ΝΜΑ
1. ψηλός απομονωμένος βράχος μέσα στη θάλασσα, ιδίως βράχος που εξέχει από την επιφάνεια τής θάλασσας και είναι επικίνδυνος για τη ναυσιπλοΐα
2. μτφ. σοβαρό ή και ανυπέρβλητο εμπόδιο (α. «η κυβέρνηση κατόρθωσε να παρακάμψει τον σκόπελο τής γραφειοκρατίας» β. «τὸ τῆς ἀσεβείας κῡμα προσέκρουσεν τῷ σκοπέλῳ τῆς καθαιρέσεως», Νεστ.)
νεοελλ.
φρ. «κοραλλιογενής σκόπελος»
γεωλ. μικρό χαμηλό νησί, συνήθως αμμώδες, το οποίο βρίσκεται πάνω σε μια κοραλλιογενή υφαλική τράπεζα
αρχ.
1. (κατ' επέκτ.) κάθε ψηλός βράχος ή κάθε απόκρημνο ύψωμα που βρίσκεται προς την πλευρά τής θάλασσας, όπως κορυφή ή πλαγιά βουνού, ακρωτήριο ή και ακρόπολη (α. «τοιγὰρ θανοῡσαι σκόπελον ἥμαξαν πέτρας», Ευρ.
β. «Θηβᾱν σκόπελος», Πίνδ.)
2. τόπος κατάλληλος για να παρατηρεί κανείς από αυτόν, σκοπιά
3. μτφ. αντιξοότητα, κακοτυχία
4. φρ. «σκοπέλου τέλος» — ειδικός φόρος για τη συντήρηση τών πύργων παρατήρησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το σκοπός «επιβλέπων, παρατηρητής» (βλ. λ. σκέπτομαι) με επίθημα -ελος (πρβλ. νέφος: νεφ-έλη). Η λ. είχε τη σημ. τού υψώματος, τού βράχου απ' όπου μπορούσε κάποιος να κατοπτεύει (πρβλ. σκοπιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκόπελος — lookoutplace masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκόπελος — Sp Skòpelas Ap Σκόπελος/Skopelos L s. ir g tė Š. Sporadų ss., Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • σκόπελος — ο 1. βράχος που εξέχει από την επιφάνεια της θάλασσας: Το καράβι προσέκρουσε σε σκόπελο και βυθίστηκε. 2. εμπόδιο, δυσχέρεια: Παρέκαμψε το σκόπελο των εισαγωγικών εξετάσεων με την εγγραφή του σε ξένο πανεπιστήμιο. 3. κίνδυνος: Αυτός ονέος έχει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αχιλλού — Σκόπελος στο Ιόνιο πέλαγος, ανάμεσα στη Λευκάδα και την Πρέβεζα, στον όρμο του Αγίου Νικολάου του Αμβρακικού κόλπου. Στους αγγλικούς υδρογραφικούς χάρτες σημειώνεται με το όνομα Ahilleo Rock …   Dictionary of Greek

  • Δαπόντες, Καισάριος — (Σκόπελος 1714 – Άγιον Όρος 1784). Ποιητής, χρονογράφος και μοναχός. Σπούδασε πρώτα στο σχολείο του πατέρα του στη Σκόπελο και συνέχισε τις σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη και στο Βουκουρέστι. Κατόπιν, υπηρέτησε ως γραμματικός του Κωνσταντίνου… …   Dictionary of Greek

  • Κουντουράς, Μιλτιάδης — (Σκόπελος Λέσβου 1889 – 1940). Φιλόλογος και συγγραφέας. Μετά τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών διορίστηκε καθηγητής στην Εμπορική Σχολή της Χίου και μετά στο γυμνάσιο της Μυτιλήνης. Το 1923 πήγε στη Γερμανία, όπου έμεινε τρία χρόνια και… …   Dictionary of Greek

  • Μαρής, Γιάννης — (Σκόπελος 1916 – 1980). Φιλολογικό ψευδώνυμο του δημοσιογράφου και συγγραφέα Γιάννη Τσιριμώκου. Καταγόταν από τη γνωστή οικογένεια των πολιτικών και λογοτεχνών Τσιριμώκου της Λαμίας. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου… …   Dictionary of Greek

  • σκοπέλους — σκόπελος lookoutplace masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκόπελε — σκόπελος lookoutplace masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκόπελοι — σκόπελος lookoutplace masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”